οἱ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(3b)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
|lstext='''οἱ''': γλουτoὶ νὰ ἐπερείδωνται ἐπὶ τῶν πτερνῶν, Ὀππ. Κυν. 3. 473· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Στράβ. 163, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou dev. un enclit.</i> [[οἵ]];<br /><i>plur. masc. de l’art.</i> ὁ, ἡ, τό.
|btext=<i>ou dev. un enclit.</i> [[οἵ]];<br /><i>plur. masc. de l’art.</i> ὁ, ἡ, τό.

Revision as of 08:53, 12 November 2021

French (Bailly abrégé)

ou dev. un enclit. οἵ;
plur. masc. de l’art. ὁ, ἡ, τό.

Greek Monotonic

οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου · I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.

Russian (Dvoretsky)

οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.