κηρήθρα: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κερήθρα]], η<br />ο χωρισμένος σε [[πολλά]] μικρά εξάγωνα κελλιά [[πλακούντας]] τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από [[κερί]] και στον οποίο εναποθέτουν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. [[αρμυρήθρα]], [[δακτυλήθρα]])]. | |mltxt=[[κηρήθρα]] και [[κερήθρα]], η<br />ο χωρισμένος σε [[πολλά]] μικρά εξάγωνα κελλιά [[πλακούντας]] τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από [[κερί]] και στον οποίο εναποθέτουν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. [[αρμυρήθρα]], [[δακτυλήθρα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 1 January 2022
Greek Monolingual
κηρήθρα και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρήθρα, δακτυλήθρα)].