разумно: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εὐγνωμόνως]], [[ὑγιῶς]], [[πύκα]], [[προμηθικῶς]], [[συνετῶς]], [[εὐλόγως]], [[ἐμφρόνως]], [[ἐχεφρόνως]], [[νουνεχῶς]], [[εὐσυνέτως]], [[εὐξυνέτως]], [[φρονούντως]], [[πεπνυμένως]], [[πεφροντισμένως]], [[λελογισμένως]], [[εὐφρόνως]], [[δαΐως]] | |rueltext=[[εὐγνωμόνως]], [[ὑγιῶς]], [[πύκα]], [[προμηθικῶς]], [[συνετῶς]], [[εὐλόγως]], [[ἐμφρόνως]], [[ἐχεφρόνως]], [[νουνεχῶς]], [[νουνεχόντως]], [[εὐσυνέτως]], [[εὐξυνέτως]], [[φρονούντως]], [[πεπνυμένως]], [[πεφροντισμένως]], [[λελογισμένως]], [[εὐφρόνως]], [[δαΐως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:24, 5 April 2022
Russian > Greek
εὐγνωμόνως, ὑγιῶς, πύκα, προμηθικῶς, συνετῶς, εὐλόγως, ἐμφρόνως, ἐχεφρόνως, νουνεχῶς, νουνεχόντως, εὐσυνέτως, εὐξυνέτως, φρονούντως, πεπνυμένως, πεφροντισμένως, λελογισμένως, εὐφρόνως, δαΐως