ζεύξη: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM ζεῡξις)<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] του ζυγού στα δύο υποζύγια<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] σύνδεσης στον [[ζυγό]]<br /><b>3.</b> η [[σύνδεση]] με [[γέφυρα]] («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῦ Βοσπόρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στην [[ξιφασκία]]) η [[διασταύρωση]] τών ξιφών [[έτσι]] ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζεύκ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. (<i>pra</i>-)<i>yukti</i>-].
|mltxt=η (AM ζεῡξις)<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] του ζυγού στα δύο υποζύγια<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] σύνδεσης στον [[ζυγό]]<br /><b>3.</b> η [[σύνδεση]] με [[γέφυρα]] («πᾶσαν τὴν ζεῡξιν τοῦ Βοσπόρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στην [[ξιφασκία]]) η [[διασταύρωση]] τών ξιφών [[έτσι]] ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζεύκ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. (<i>pra</i>-)<i>yukti</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

η (AM ζεῡξις)
1. η τοποθέτηση του ζυγού στα δύο υποζύγια
2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό
3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾶσαν τὴν ζεῡξιν τοῦ Βοσπόρου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζεύκ-σις < ζευγ-σις < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. (pra-)yukti-].