επίμονος: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμονος]], -ον) [[επιμένω]]<br />αυτός που παραμένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]], που δεν αλλάζει [[γνώμη]] (α. «επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον [[γενέσθαι]] τῇ γνώμῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πείσμων]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνεχίζεται με την [[ίδια]] [[ένταση]] (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη [[βροχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμονος]], -ον) [[επιμένω]]<br />αυτός που παραμένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]], που δεν αλλάζει [[γνώμη]] (α. «επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «κατὰ πᾶσαν περίστασιν ἐπίμονον [[γενέσθαι]] τῇ γνώμῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πείσμων]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνεχίζεται με την [[ίδια]] [[ένταση]] (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη [[βροχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμονος, -ον) επιμένω
αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾶσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.)
νεοελλ.
1. πείσμων, αμετάπειστος
2. εκείνος που συνεχίζεται με την ίδια ένταση (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη βροχή»)
αρχ.
όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν τόπο («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).