υψιβρεμέτης: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(44)
 
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που βροντά από [[ψηλά]] («ἐν δ' ἄρα τοῑσιν [[Ζεὺς]] [[ὑψιβρεμέτης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>βρεμέτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που βροντά από [[ψηλά]] («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν [[Ζεὺς]] [[ὑψιβρεμέτης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>βρεμέτης</i>].
}}
}}

Revision as of 22:10, 24 May 2022

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλο-βρεμέτης].