ακρεμών: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και [[ἀκρέμων]])<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[φύλακας]], [[φρουρός]] (πρβλ. [[ακρίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά<br /><b>2.</b> η [[άκρη]] του κλαδιού, [[κλωνάρι]], [[βλαστάρι]]<br /><b>3.</b> (γενικότερα) το [[άκρο]]<br />«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)<br /><b>4.</b> <b>(μτφρ.)</b> «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται από τη βοτανική [[ορολογία]] και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο [[κλαδί]]» σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[κλάδος]], που σήμαινε γενικά «το [[κλαδί]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με [[ρίζα]] <i>ak</i>, και προήλθε [[πιθανώς]] αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀγρεμών]]. Από τον ίδιο [[τόπο]], με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το ρ. [[κρεμάννυμι]], αποσπάστηκε η λ. [[κρεμών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρεμονικός]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και [[ἀκρέμων]])<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[φύλακας]], [[φρουρός]] (πρβλ. [[ακρίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά<br /><b>2.</b> η [[άκρη]] του κλαδιού, [[κλωνάρι]], [[βλαστάρι]]<br /><b>3.</b> (γενικότερα) το [[άκρο]]<br />«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῖς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)<br /><b>4.</b> <b>(μτφρ.)</b> «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται από τη βοτανική [[ορολογία]] και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο [[κλαδί]]» σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[κλάδος]], που σήμαινε γενικά «το [[κλαδί]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με [[ρίζα]] <i>ak</i>, και προήλθε [[πιθανώς]] αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀγρεμών]]. Από τον ίδιο [[τόπο]], με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το ρ. [[κρεμάννυμι]], αποσπάστηκε η λ. [[κρεμών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρεμονικός]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῖς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].