επικινώ: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπικινῶ, -έω (Α) [[κινώ]]<br /><b>1.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῖν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικινοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[χειρονομώ]], [[κάνω]] κινήσεις<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> συγκινούμαι («ὅσοι [[ποτέ]] ἐπεκινοῦν
|mltxt=ἐπικινῶ, -έω (Α) [[κινώ]]<br /><b>1.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῖν ὑγρῶς ἐπικινεῖται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικινοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[χειρονομώ]], [[κάνω]] κινήσεις<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> συγκινούμαι («ὅσοι [[ποτέ]] ἐπεκινοῦν
το ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).
το ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

ἐπικινῶ, -έω (Α) κινώ
1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῖν ὑγρῶς ἐπικινεῖται», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐπικινοῦμαι, -έομαι
χειρονομώ, κάνω κινήσεις
3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῦν το ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).