κοινείον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(21)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοινεῑον, τὸ (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[χώρος]] συγκεντρώσεων<br /><b>2.</b> [[εταιρεία]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>4.</b> κοινό [[ταμείο]].
|mltxt=κοινεῖον, τὸ (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[χώρος]] συγκεντρώσεων<br /><b>2.</b> [[εταιρεία]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>4.</b> κοινό [[ταμείο]].
}}
}}

Latest revision as of 08:03, 27 May 2022

Greek Monolingual

κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός
1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων
2. εταιρεία, σύνδεσμος
3. πορνείο, χαμαιτυπείο
4. κοινό ταμείο.