πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων2. εταιρεία, σύνδεσμος3. πορνείο, χαμαιτυπείο4. κοινό ταμείο.