τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων2. εταιρεία, σύνδεσμος3. πορνείο, χαμαιτυπείο4. κοινό ταμείο.