ρίζωμα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(36)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ῥίζωμα]], ΝΜΑ<br />το [[σύνολο]] τών ριζών δέντρου ή θάμνου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το να ριζώνει, να στερεώνεται [[κάτι]] με ρίζες στη γή, το [[ριζοβόλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[τύπος]] μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο [[οποίος]] αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως [[παράγοντας]] αγενούς αναπαραγωγής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αρχικό [[στοιχείο]] (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ [[ὕδωρ]]] [[τέσσαρα]] μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.<br />β. «...ἀπεράντου [[εἶναι]] δύναμιν, ταύτην [[ῥίζωμα]] τῶν ὅλων [[εἶναι]]», Ιππόλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[γενιά]], [[καταγωγή]] («ῥίζωμ' ἀνεῑται, [[κάρτα]] δ' ἐστ' [[ἐγχώριος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥιζῶ</i> / -<i>ώνω</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhizome</i>].
|mltxt=το / [[ῥίζωμα]], ΝΜΑ<br />το [[σύνολο]] τών ριζών δέντρου ή θάμνου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το να ριζώνει, να στερεώνεται [[κάτι]] με ρίζες στη γή, το [[ριζοβόλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[τύπος]] μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο [[οποίος]] αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως [[παράγοντας]] αγενούς αναπαραγωγής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αρχικό [[στοιχείο]] (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ [[ὕδωρ]]] [[τέσσαρα]] μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.<br />β. «...ἀπεράντου [[εἶναι]] δύναμιν, ταύτην [[ῥίζωμα]] τῶν ὅλων [[εἶναι]]», Ιππόλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[γενιά]], [[καταγωγή]] («ῥίζωμ' ἀνεῖται, [[κάρτα]] δ' ἐστ' [[ἐγχώριος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥιζῶ</i> / -<i>ώνω</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhizome</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

το / ῥίζωμα, ΝΜΑ
το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου
νεοελλ.-μσν.
το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα
νεοελλ.
βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως παράγοντας αγενούς αναπαραγωγής
μσν.-αρχ.
αρχικό στοιχείο (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ ὕδωρ] τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.
β. «...ἀπεράντου εἶναι δύναμιν, ταύτην ῥίζωμα τῶν ὅλων εἶναι», Ιππόλ.)
αρχ.
μτφ. γενιά, καταγωγή («ῥίζωμ' ἀνεῖται, κάρτα δ' ἐστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιζῶ / -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizome].