δείσα: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
|mltxt=δεῖσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

δεῖσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].