γάβανο: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(7)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[γαβάνα]], η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)<br /><b>1.</b> [[πιάτο]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> ξύλινο στρογγυλό [[δοχείο]] με [[σκέπασμα]] για τη [[μεταφορά]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του <i>γάβαθον</i>. Η [[μετακίνηση]] του τόνου στο θηλ. [[γαβάνα]] αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο [[γαβάθα]]].
|mltxt=[[γάβανο]], το και [[γαβάνα]], η και [[γαβάνι]], το (Μ [[γάβενον]], το)<br /><b>1.</b> [[πιάτο]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> ξύλινο στρογγυλό [[δοχείο]] με [[σκέπασμα]] για τη [[μεταφορά]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>[[γάβαθον]]</i>. Η [[μετακίνηση]] του τόνου στο θηλ. [[γαβάνα]] αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο [[γαβάθα]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 10 June 2022

Greek Monolingual

γάβανο, το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)
1. πιάτο
2. πήλινο ποτήρι
3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].