εύτροχος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(15)
 
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔτροχος]], -ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, -ον (Α)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κινείται ελεύθερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]], [[ολοστρόγγυλος]] («εὔτροχον τεῑχος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που τρέχει [[γρήγορα]]<br /><b>4.</b> αυτός που τρέχει, που κινείται εύκολα γλιστρώντας [[πάνω]] σε [[σχοινί]] το οποίο περνά [[μέσα]] από θηλειές («διπάλαιστοι δὲ τοὺς βρόχους, ὑφείσθωσαν δὲ οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι, ἵνα εὔτροχοι ὦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτροχος]] [[γλῶσσα]]» — ευκίνητη, [[ευφραδής]], εύγλωττη, <b>Ευρ.</b><br /><b>6.</b> (για δρόμο) αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρόχως</i> (Α)<br />τρέχοντας, με [[ευχέρεια]] («εὐτρόχως ἀναγιγνώσκειν», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που έχει ωραίους τροχούς» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] <b>ουσ.</b><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που τρέχει» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] <b>επίθ.</b> «ο τρέχων»].
|mltxt=[[εὔτροχος]], -ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, -ον (Α)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κινείται ελεύθερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]], [[ολοστρόγγυλος]] («εὔτροχον τεῖχος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που τρέχει [[γρήγορα]]<br /><b>4.</b> αυτός που τρέχει, που κινείται εύκολα γλιστρώντας [[πάνω]] σε [[σχοινί]] το οποίο περνά [[μέσα]] από θηλειές («διπάλαιστοι δὲ τοὺς βρόχους, ὑφείσθωσαν δὲ οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι, ἵνα εὔτροχοι ὦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτροχος]] [[γλῶσσα]]» — ευκίνητη, [[ευφραδής]], εύγλωττη, <b>Ευρ.</b><br /><b>6.</b> (για δρόμο) αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρόχως</i> (Α)<br />τρέχοντας, με [[ευχέρεια]] («εὐτρόχως ἀναγιγνώσκειν», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που έχει ωραίους τροχούς» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] <b>ουσ.</b><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που τρέχει» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] <b>επίθ.</b> «ο τρέχων»].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

εὔτροχος, -ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, -ον (Α)
μσν.
αυτός που κινείται ελεύθερα
αρχ.
1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.)
2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος («εὔτροχον τεῖχος», επιγρ.)
3. αυτός που τρέχει γρήγορα
4. αυτός που τρέχει, που κινείται εύκολα γλιστρώντας πάνω σε σχοινί το οποίο περνά μέσα από θηλειές («διπάλαιστοι δὲ τοὺς βρόχους, ὑφείσθωσαν δὲ οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι, ἵνα εὔτροχοι ὦσι», Ξεν.)
5. φρ. «εὔτροχος γλῶσσα» — ευκίνητη, ευφραδής, εύγλωττη, Ευρ.
6. (για δρόμο) αυτός που μπορεί να τον διαβεί κάποιος εύκολα.
επίρρ...
εὐτρόχως (Α)
τρέχοντας, με ευχέρεια («εὐτρόχως ἀναγιγνώσκειν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που έχει ωραίους τροχούς» < ευ + τροχός ουσ.
με τη σημασία «αυτός που τρέχει» < ευ + τροχός επίθ. «ο τρέχων»].