εὔτροχος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροχος Medium diacritics: εὔτροχος Low diacritics: εύτροχος Capitals: ΕΥΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: eútrochos Transliteration B: eutrochos Transliteration C: eytrochos Beta Code: eu)/troxos

English (LSJ)

Ep. and Lyr. ἐΰτροχος, ον, poet. metapl. acc.
A ἐΰτροχα An. Ox.1.271: (τροχός):—well-wheeled, ἐΰτροχον ἅρμα καὶ ἵππους Il.8.438, Hes.Sc.463; ἄμαξαν εὔτροχος Od.6.72, Il.24.150, etc.; σατίναι ἐΰ. Sapph.Supp.20a.13; εὔτροχος κύκλος E.Ion19.
II (τρέχω) smoothly running, Pl.Ti.37c; running easily, of a cord put through loops, X. Cyn.2.4; εὔτροχος γλῶσσα a ready, glib tongue, E.Ba.268; γλῶσσα εὔτροχος ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plu.Per.7; of style, D.H.Comp.20; τὸ τῆς φύσεως, τῆς διανοίας εὔ., Ph.1.240, Dam.Isid.80, cf. 32; τὸ σφαιροειδὲς ἡμῶν οὐκ εὔτροχον Plot.2.2.2. Adv. εὐτρόχως, ἀναγινώσκειν = to read fluently, Ph.1.303.
III well-rounded, round, τεῖχος IG14.1389 ii 13.

German (Pape)

[Seite 1104] u. p. ἐΰτροχος, ἅρμα Il. 8, 438 Od. 6, 72 u. oft, wie Hes. sc. 463; entweder der schnelle, leichte Wagen, wie Xen. Cyn. 2, 5 ὑφείσθωσαν οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι ἵνα εὔτροχοι ὦσι, leicht herumzudrehen, oder der mit guten Rädern versehene, Schol., oder schön gerundet, wie Eur. κύκλος, Ion 19; ὁ ταὐτοῦ κύκλος εὔτροχος ὤν Plat. Tim. 37 c, wo es aber "leicht beweglich" übersetzt werden muß; so übtr., γλῶσσαν εὔτροχον ἔχειν Eur. Bacch. 268, wie γλῶσσα εὔτροχος ἐν τῷ διαλέγεσθαι καὶ ταχεῖα Plut. Pericl. 17; D. Hal. – Aber λαίφεα εὔτροχα, M. Arg. 24 (X, 4), ist wohl trans. zu nehmen, die in schnelle Bewegung setzen.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰτροχος;
ος, ον :
aux belles roues ou aux roues agiles ; en gén. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροχος: τρέχω
1 правильно или легко движущийся (κύκλος Plat., Plut.);
2 плавно скользящий (βρόχοι Xen.);
3 проворный, бойкий (γλῶσσα Eur.; ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plut.);
4 приводящий в быстрое движение (λαίφεα Anth.).
II эп. ἐΰτροχος 2 τρόχος
1 с красивыми колесами (ἅρμα Hom., Hes.; ἅμαξα Hom.);
2 хорошо закругленный, (совершенно) круглый (τεῖχος Anth.): ἀντίπηγος εὔ. κύκλος Eur. круглая корзина.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροχος: Ἐπικ. ἐΰτροχος, ον, ποιητ. αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἐΰτροχα Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1. σ. 271: ἔχων ὡραίους τροχούς, ἐΰτροχον ἅρμα καὶ ἵππους Ἰλ. Θ. 438, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 463· ἅμαξαν ἐΰτρ. Ὀδ. Ζ. 72, Ἰλ. Ω. 150, κλ.· εὔτρ. κύκλος Εὐρ., ἴδε ἐν λ. ἀντίπηξ. 2) τρέχων ταχέως, ὁρμητικός, Λατ. volubilis, Πλάτ. Τίμ. 37Β· τρέχων, διολισθάνων εὐκόλως, ἐπὶ σχοινίου διερχομένου διὰ μέσου βρόχων («θηλειῶν»), Ξεν. Κυν. 2. 4· εὔτροχος γλῶσσα, ἕτοιμος, εὐκίνητος, εὐφραδής, Εὐρ. Βάκχ. 268· εὔτρ. ἐν τῷ διαλέγεσθαι Πλουτ. Περικλ. 7· τὸ τῆς διανοίας εὔτρ. Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. - Ἐπίρρ., εὐτρόχως αναγινώσκειν, μετὰ πολλῆς εὐχερείας, Φίλων 1. 303. ΙΙ. ὀλοστρόγγυλος, τείχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 13.

Greek Monolingual

εὔτροχος, -ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, -ον (Α)
μσν.
αυτός που κινείται ελεύθερα
αρχ.
1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.)
2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος («εὔτροχον τεῖχος», επιγρ.)
3. αυτός που τρέχει γρήγορα
4. αυτός που τρέχει, που κινείται εύκολα γλιστρώντας πάνω σε σχοινί το οποίο περνά μέσα από θηλειές («διπάλαιστοι δὲ τοὺς βρόχους, ὑφείσθωσαν δὲ οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι, ἵνα εὔτροχοι ὦσι», Ξεν.)
5. φρ. «εὔτροχος γλῶσσα» — ευκίνητη, ευφραδής, εύγλωττη, Ευρ.
6. (για δρόμο) αυτός που μπορεί να τον διαβεί κάποιος εύκολα.
επίρρ...
εὐτρόχως (Α)
τρέχοντας, με ευχέρεια («εὐτρόχως ἀναγιγνώσκειν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που έχει ωραίους τροχούς» < ευ + τροχός ουσ.
με τη σημασία «αυτός που τρέχει» < ευ + τροχός επίθ. «ο τρέχων»].

Greek Monotonic

εὔτροχος: Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον,
I. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς, καλές και γερές ρόδες, σε Όμηρ., Ευρ.
2. αυτός που τρέχει γρήγορα, ορμητικός, λέγεται για σχοινί, σε Ξεν.· εὔτροχος γλῶσσα, ετοιμόλογη, ευφραδής γλώσσα, σε Ευρ.
II. ολοστρόγγυλος, στρογγυλός, σε Ανθ.

Middle Liddell

I. well-wheeled, Hom., Eur.
2. quick-running, running easily, of a running cord, Xen.; εὔτροχος γλῶσσα a ready, glib tongue, Eur.
II. well-rounded, round, Anth.

English (Woodhouse)

glib, ready

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)