αντίξοος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(5) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀντίξοος]], -οον κ. ἀντίξους, -ουν)<br />[[ενάντιος]], [[αντίθετος]], [[εχθρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντίξοον</i><br />η αντίθετη [[πλευρά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀντίξοος]], -οον κ. ἀντίξους, -ουν)<br />[[ενάντιος]], [[αντίθετος]], [[εχθρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντίξοον</i><br />η αντίθετη [[πλευρά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δοῦρα ἀντίξοα» — πελεκημένα [[κατά]] τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξοος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i> «[[λειαίνω]], [[ομαλύνω]], [[λαξεύω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:47, 13 June 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίξοος, -οον κ. ἀντίξους, -ουν)
ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός
νεοελλ.
φρ. «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον
η αντίθετη πλευρά
2. φρ. «δοῦρα ἀντίξοα» — πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -ξοος < ξέω «λειαίνω, ομαλύνω, λαξεύω»].