αἰσχροπαθής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰσχροπαθής]] (- | |mltxt=[[αἰσχροπαθής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />[[εκείνος]] που τον μεταχειρίζονται για αισχρές πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπαθον]], [[πάσχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰσχροπάθεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, A submitting to foul usage, Ph.2.268.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπᾰθής: -ές, ὑποκείμενος εἰς αἰσχρὰν καὶ κακοήθη μεταχείρισιν, Φίλων, 2. 268.
Spanish (DGE)
-ές
1 afeminado, homosexual pasivo Ph.2.268.
2 vergonzoso πρὸς ὀχείαν καὶ αἰσχροπαθῆ κολακείᾳ το[ ... ] κύων Didym.in Zach.5.211.
Greek Monolingual
αἰσχροπαθής (-οῦς), -ές (Α)
εκείνος που τον μεταχειρίζονται για αισχρές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. μσν. αἰσχροπάθεια.