ενηχώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῡμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῦμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:52, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐνηχῶ, -έω; (AM) ένηχος
μσν.
παθ. ἐνηχοῦμαί τι
(για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)
αρχ.
1. ηχώ μέσα
2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», Πλούτ.).