εξαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
(12)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναλίσκω]] και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [[αναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εντελώς, [[καταδαπανώ]], [[καταξοδεύω]] («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῡ ἐξανηλωμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]]<br />(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]] («[[οὔπω]] θέλοντος ἐξαναλῶσαι [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]].
|mltxt=[[ἐξαναλίσκω]] και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [[αναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εντελώς, [[καταδαπανώ]], [[καταξοδεύω]] («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῦ ἐξανηλωμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]]<br />(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]] («[[οὔπω]] θέλοντος ἐξαναλῶσαι [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) αναλίσκω
1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῦ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.)
2. εξαντλώ, φθείρω
(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.)
3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζωοὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος», Αισχύλ.)
μσν.
καταβροχθίζω.