επίκωμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:59, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐπίκωμος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.)
2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»].