απειροπληθής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Μ άπειροπληθής, -οῡς)<br />ο [[άπειρος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[απειράριθμος]], [[αμέτρητος]].
|mltxt=-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)<br />ο [[άπειρος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[απειράριθμος]], [[αμέτρητος]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)
ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος.