απειροπληθής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(5) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Μ άπειροπληθής, - | |mltxt=-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)<br />ο [[άπειρος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[απειράριθμος]], [[αμέτρητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)
ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος.