θαλαμήιος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(16)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμήϊος]], -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο [[κατάλληλος]] για [[κατασκευή]] θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γαμήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλαμ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπ</i>-[[ήιος]], <i>χαλκ</i>-[[ήιος]])].
|mltxt=[[θαλαμήϊος]], -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο [[κατάλληλος]] για [[κατασκευή]] θαλάμου («θαλαμήϊα δοῦρα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γαμήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλαμ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήιος]] ([[πρβλ]]. [[ανθρωπήιος]], [[χαλκήιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλᾰμήιος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[θάλαμον]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θᾰλᾰμήιος, η, ον<br />of or for a [[θάλαμος]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον, κατάλληλος πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. ὕμνος = γαμήλιος, Λουκ. Συμποσ. 41.

Greek Monolingual

θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῦρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπήιος, χαλκήιος)].

Greek Monotonic

θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

θᾰλᾰμήιος, η, ον
of or for a θάλαμος, Hes.