κληρούχος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM κληροῡχος)<br />ο [[κάτοχος]] κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει [[τμήμα]] γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[Αθηναίος]] [[πολίτης]] που λάμβανε [[κομμάτι]] γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών Αθηνών πόλεις<br /><b>2.</b> (στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο) ο [[κάτοχος]] στρατιωτικού κλήρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πήρε [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] από τη [[μοίρα]] («αἴδεσαι δὲ [[μητέρα]] πολλῶν ἐτῶν κληροῡχον» — συλλογίσου και τη [[μητέρα]] που έλαβε ως κλήρο, που της έτυχαν [[πολλά]] [[χρόνια]] ζωής, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διανέμει κλήρους, τμήματα γης σε πολίτες<br /><b>5.</b> ο [[κάτοχος]] κληρονομικής μερίδας, ο [[κληρονόμος]]<br /><b>6.</b> (στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο [[γαιοκτήμονας]]<br /><b>7.</b> (για τη γη) αυτός που μοιράζεται με κλήρους («[[κληροῦχος]] γῆ», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[δημούχος]], [[πολιούχος]]].
|mltxt=ο (AM κληροῦχος)<br />ο [[κάτοχος]] κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει [[τμήμα]] γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[Αθηναίος]] [[πολίτης]] που λάμβανε [[κομμάτι]] γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών Αθηνών πόλεις<br /><b>2.</b> (στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο) ο [[κάτοχος]] στρατιωτικού κλήρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πήρε [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] από τη [[μοίρα]] («αἴδεσαι δὲ [[μητέρα]] πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον» — συλλογίσου και τη [[μητέρα]] που έλαβε ως κλήρο, που της έτυχαν [[πολλά]] [[χρόνια]] ζωής, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διανέμει κλήρους, τμήματα γης σε πολίτες<br /><b>5.</b> ο [[κάτοχος]] κληρονομικής μερίδας, ο [[κληρονόμος]]<br /><b>6.</b> (στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο [[γαιοκτήμονας]]<br /><b>7.</b> (για τη γη) αυτός που μοιράζεται με κλήρους («[[κληροῦχος]] γῆ», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[δημούχος]], [[πολιούχος]]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

ο (AM κληροῦχος)
ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών Αθηνών πόλεις
2. (στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο) ο κάτοχος στρατιωτικού κλήρου
3. μτφ. αυτός που πήρε κάτι ως μερίδιο από τη μοίρα («αἴδεσαι δὲ μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον» — συλλογίσου και τη μητέρα που έλαβε ως κλήρο, που της έτυχαν πολλά χρόνια ζωής, Σοφ.)
4. αυτός που διανέμει κλήρους, τμήματα γης σε πολίτες
5. ο κάτοχος κληρονομικής μερίδας, ο κληρονόμος
6. (στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο γαιοκτήμονας
7. (για τη γη) αυτός που μοιράζεται με κλήρους («κληροῦχος γῆ», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δημούχος, πολιούχος].