κίσσησις: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίσσησις]], απ. τ. [[κίττησις]], ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων, [[κίσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύλληψη]], [[γέννηση]] («ποῡ ἡ [[κίσσησις]] τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).
|mltxt=[[κίσσησις]], απ. τ. [[κίττησις]], ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων, [[κίσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύλληψη]], [[γέννηση]] («ποῦ ἡ [[κίσσησις]] τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσησις Medium diacritics: κίσσησις Low diacritics: κίσσησις Capitals: ΚΙΣΣΗΣΙΣ
Transliteration A: kíssēsis Transliteration B: kissēsis Transliteration C: kissisis Beta Code: ki/sshsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = κίσσα ΙΙ, Gal.19.455.

Greek Monolingual

κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῦ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).