κρασοπούλος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῡλος)<br />αυτός που πουλάει [[κρασί]], [[οινοπώλης]], [[ταβερνιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρασοπώλης</i>, με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-].
|mltxt=και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῦλος)<br />αυτός που πουλάει [[κρασί]], [[οινοπώλης]], [[ταβερνιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρασοπώλης</i>, με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῦλος)
αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].