μωκός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῡ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>].
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μωκός:''' ὁ насмешник Arst.
|elrutext='''μωκός:''' ὁ насмешник Arst.
}}
}}

Revision as of 20:07, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκός Medium diacritics: μωκός Low diacritics: μωκός Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mōkós Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mwko/s

English (LSJ)

ὁ, A mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXXSi.36(33).6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.

Greek Monolingual

μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].

Russian (Dvoretsky)

μωκός: ὁ насмешник Arst.