μνους: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(25)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μνοῡς, -όος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. [[μνίον]] και [[χνόος]]/<i>χνοῦς</i>].
|mltxt=μνοῦς, -όος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. [[μνίον]] και [[χνόος]]/<i>χνοῦς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

μνοῦς, -όος, ὁ (Α)
1. λεπτό χνούδι
2. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον και χνόος/χνοῦς].