ματτυολοιχός: Difference between revisions
From LSJ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ | |mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ [[λίχνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ματτύη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), [[πρβλ]]. [[αιματολοιχός]], [[τραπεζολοιχός]]. Ο τ. [[ματιολοιχός]] [[είναι]] εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]], ενώ ο τ. [[ματαιολοιχός]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μάταιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ματτυολοιχός:''' падкий до лакомых блюд Arph. | |elrutext='''ματτυολοιχός:''' падкий до лакомых блюд Arph. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 13 June 2022
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.
Greek Monolingual
ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.
Russian (Dvoretsky)
ματτυολοιχός: падкий до лакомых блюд Arph.