αιματολοιχός

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

αἱματολοιχός, -όν (Α)
1. αυτός που λείχει, που γλείφει αίμα
2. αυτός που διψά για αίμα, αιμοδιψής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -λοιχός < λείχω «γλείφω»].