ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
αἱματολοιχός, -όν (Α)1. αυτός που λείχει, που γλείφει αίμα2. αυτός που διψά για αίμα, αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -λοιχός < λείχω «γλείφω»].