ρυσίπολις: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(36) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ποιητ. τ. [[ῥυσίπτολις]], -εως, ὁ, ἡ, Α<br />(συν. ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[αλλά]] και του Νεοπτολέμου) [[υπερασπιστής]], [[σωτήρας]] της πόλης («[[ῥυσίπολις]] | |mltxt=και ποιητ. τ. [[ῥυσίπτολις]], -εως, ὁ, ἡ, Α<br />(συν. ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[αλλά]] και του Νεοπτολέμου) [[υπερασπιστής]], [[σωτήρας]] της πόλης («[[ῥυσίπολις]] γενοῦ [[Παλλάς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυσι</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πόλις]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] / [[πτόλις]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταραξί</i>-<i>πολις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:22, 13 June 2022
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, -εως, ὁ, ἡ, Α
(συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς αλλά και του Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας της πόλης («ῥυσίπολις γενοῦ Παλλάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -πόλις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. ταραξί-πολις].