στηρικτής: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[στηρίζω]]<br />αυτός που στηρίζει.
|mltxt=-οῦ, ὁ, Α [[στηρίζω]]<br />αυτός που στηρίζει.
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτής Medium diacritics: στηρικτής Low diacritics: στηρικτής Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΗΣ
Transliteration A: stēriktḗs Transliteration B: stēriktēs Transliteration C: stiriktis Beta Code: sthrikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.

Greek Monolingual

-οῦ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.