φίλεργος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(45)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φίλεργος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλεργός]] και [[φιλοεργός]] και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α<br />αυτός που αγαπά την [[εργασία]], [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. στον τ. [[φιλεργός]] ως ουσ.) <i>τὸ φιλεργόν</i><br />η [[φιλεργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλέργως</i> ΝΜΑ, και <i>φιλεργῶς</i> Α<br />με [[φιλεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> / -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[χείρ]]-<i>εργος</i> / <i>χειρο</i>-<i>εργός</i>. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. ανθρωπωνύμιο <i>Piroweko</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[φίλεργος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλεργός]] και [[φιλοεργός]] και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῦργος Α<br />αυτός που αγαπά την [[εργασία]], [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. στον τ. [[φιλεργός]] ως ουσ.) <i>τὸ φιλεργόν</i><br />η [[φιλεργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλέργως</i> ΝΜΑ, και <i>φιλεργῶς</i> Α<br />με [[φιλεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> / -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[χείρ]]-<i>εργος</i> / <i>χειρο</i>-<i>εργός</i>. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. ανθρωπωνύμιο <i>Piroweko</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλεργος, -ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῦργος Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός
αρχ.
(το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν
η φιλεργία.
επίρρ...
φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α
με φιλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εργος / -εργός (< ἔργον), πρβλ. χείρ-εργος / χειρο-εργός. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. ανθρωπωνύμιο Piroweko)].