υπαποκινώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>(αμτβ.)</b> αποσύρομαι [[σιγά]] [[σιγά]] ή [[κρυφά]] («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῡ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποκινῶ</i> «[[απομακρύνω]], [[απέρχομαι]]»].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>(αμτβ.)</b> αποσύρομαι [[σιγά]] [[σιγά]] ή [[κρυφά]] («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποκινῶ</i> «[[απομακρύνω]], [[απέρχομαι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
(αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»].