φραγγέλιο: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(45) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και [[φραγέλλιον]] ΜΑ<br />[[μαστίγιο]] από πλεγμένα [[σχοινιά]] ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, [[καρδιά]]!», Παλαμ.<br />β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ [[σχοινίων]] πάντας ἐξέβαλεν ἐκ | |mltxt=το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και [[φραγέλλιον]] ΜΑ<br />[[μαστίγιο]] από πλεγμένα [[σχοινιά]] ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, [[καρδιά]]!», Παλαμ.<br />β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ [[σχοινίων]] πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>flagellum</i> «[[μαστίγιο]]», με προληπτική [[ανομοίωση]] του υγρού -<i>l</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:35, 13 June 2022
Greek Monolingual
το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ
μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ.
β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο», με προληπτική ανομοίωση του υγρού -l-].