φραγγέλιο: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και [[φραγέλλιον]] ΜΑ<br />[[μαστίγιο]] από πλεγμένα [[σχοινιά]] ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, [[καρδιά]]!», Παλαμ.<br />β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ [[σχοινίων]] πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῡ», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>flagellum</i> «[[μαστίγιο]]», με προληπτική [[ανομοίωση]] του υγρού -<i>l</i>-].
|mltxt=το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και [[φραγέλλιον]] ΜΑ<br />[[μαστίγιο]] από πλεγμένα [[σχοινιά]] ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, [[καρδιά]]!», Παλαμ.<br />β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ [[σχοινίων]] πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>flagellum</i> «[[μαστίγιο]]», με προληπτική [[ανομοίωση]] του υγρού -<i>l</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ
μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ.
β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο», με προληπτική ανομοίωση του υγρού -l-].