ἀρθροκηδής: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρθροκηδής]] (- | |mltxt=[[ἀρθροκηδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />[[ενοχλητικός]] στις αρθρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρθρον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, A limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.
Spanish (DGE)
-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.
Greek Monolingual
ἀρθροκηδής (-οῦς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].