προσεπικτώμαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άομαι, ΜΑ<br />[[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προστίθεμαι]] επί [[πλέον]] («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»].
|mltxt=-άομαι, ΜΑ<br />[[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προστίθεμαι]] επί [[πλέον]] («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι ([[τινάς]])»>, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 18 June 2022

Greek Monolingual

-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι (τινάς)»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].