εχθρεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς | |mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῖς σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ὀχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εχθρικός]]<br />β) [[μισητός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 18 June 2022
Greek Monolingual
και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) εχθρός
διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῖς σου», ΠΔ)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθρεμένος, -η, -ο και ὀχθρεμένος, -η, -ο
α) εχθρικός
β) μισητός.