θοινατήριον: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοινατήριον]], τὸ (Α) [[θοινατήρ]]<br />[[θοίνη]], [[ευτυχία]], [[συμπόσιο]] («στήσω πετεινοῑς γυψί [[θοινατήριον]]», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[θοινατήριον]], τὸ (Α) [[θοινατήρ]]<br />[[θοίνη]], [[ευτυχία]], [[συμπόσιο]] («στήσω πετεινοῖς γυψί [[θοινατήριον]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱτήριον Medium diacritics: θοινατήριον Low diacritics: θοινατήριον Capitals: ΘΟΙΝΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thoinatḗrion Transliteration B: thoinatērion Transliteration C: thoinatirion Beta Code: qoinath/rion

English (LSJ)

τό, A = θοίνη, E.Rh.515.

Greek (Liddell-Scott)

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.

Greek Monolingual

θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῖς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτήριον: τό Eur. = θοίναμα.

Middle Liddell

θοινᾱτήριον, ου, τό, = θοίνη, Eur.] [from θοινάω

English (Woodhouse)

food for, thing to be devoured, victim to be devoured

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)