εναριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(11)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], [[λογαριάζω]]<br /><b>3.</b> [[θεωρώ]] σπουδαίο, [[λογαριάζω]].
|mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], [[λογαριάζω]]<br /><b>3.</b> [[θεωρώ]] σπουδαίο, [[λογαριάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:58, 18 June 2022

Greek Monolingual

(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.