εναριθμώ

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.