περίπτυξη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[περίπτυξις]], -ύξεως, ΝΑ [[περιπτύσσω]]<br />[[περιβολή]] κάποιου με τους βραχίονες, [[εναγκαλισμός]] («κλαυθμοῑς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=η / [[περίπτυξις]], -ύξεως, ΝΑ [[περιπτύσσω]]<br />[[περιβολή]] κάποιου με τους βραχίονες, [[εναγκαλισμός]] («κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

η / περίπτυξις, -ύξεως, ΝΑ περιπτύσσω
περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», Πλούτ.).