πιλώ: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]] («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]] («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῦ... πέτασον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]] (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιλημένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] στερεό [[κάτι]], [[δυναμώνω]] [[κάτι]] («πιλεῖν καὶ πυκνοῦν τὴν [[σάρκα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>πιλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>μτφ.</b> καταπιέζομαι, θλίβομαι («πιλούμενος κακοῖς», Δίον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πιλεῖν πουλύπουν» — [[χτυπώ]], [[γουλίζω]] το [[χταπόδι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] πυκνό και συμπαγές [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συστέλλομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 18 June 2022
Greek Monolingual
(I)
-έω, Α πίλος
1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι' εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῦ... πέτασον», Ανθ. Παλ.)
2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ.
β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.)
3. καθιστώ στερεό κάτι, δυναμώνω κάτι («πιλεῖν καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα», Γαλ.)
4. παθ. πιλοῦμαι, -έομαι
μτφ. καταπιέζομαι, θλίβομαι («πιλούμενος κακοῖς», Δίον. Αλ.)
5. φρ. «πιλεῖν πουλύπουν» — χτυπώ, γουλίζω το χταπόδι.
(II)
-όω, ΜΑ πίλος
1. καθιστώ πυκνό και συμπαγές κάτι
2. μέσ. πιλοῦμαι, -όομαι
συστέλλομαι.