πίλημα

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑ́λημα Medium diacritics: πίλημα Low diacritics: πίλημα Capitals: ΠΙΛΗΜΑ
Transliteration A: pílēma Transliteration B: pilēma Transliteration C: pilima Beta Code: pi/lhma

English (LSJ)

πιλήματος, τό,
A compressed wool or hair, felt, Dsc.1.58, Gal.12.504; πίλημα τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας Duris 14 J., cf. Posidon.9 (a) J.
2 anything made of felt, hat (cf. πῖλος), Call.Fr.124, 125.
II compression, νιφετοῦ βρῖθος ἐκ πιλήματος λαβόντος Arist.Mu.394b2, cf. Anaximand. ap. Placit.2.13.7; πίλημα φλογός, of the angel's sword, Ph.1.143; πίλημα αἰθέριον, πίλημα αἰθέρος, of the sun and moon, ib.284,624.

German (Pape)

[Seite 615] τό, 1) gekrämpte, gefilzte Wolle oder Haare, Filz, alles aus Filz Gemachte, Sp., auch πῖλος, pileus, Callim. frg. 125. – 2) übh. alles Verdichtete, wie λημνίσκων πιλήματα χρυσᾶ Ath. V, 210 d; πίλημα λαμβάνων τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας, Ath. XII, 535 e; Plut. u. a. Sp.; von Wolken, Arist. mund. 4; Poll. 2, 233 erkl. σὰρξ πίλημα μαλακόν, λιπαρόν.

Russian (Dvoretsky)

πίλημα: ατος (ῑ) τό скученность, куча: τὰ πιλήματα τοῦ νέφους Arst. сгустившиеся кучи облаков.

Greek (Liddell-Scott)

πίλημα: τό, συμπεπιεσμένα ἔρια ἢ τρίχες, Διοσκ. 1. 98, Γαλην.· π. τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας Ἀθήν. 535F, πρβλ. 210Ε. 2) τὸ ἐξ αὐτοῦ κατεσκευασμένον, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἄλλως λεγόμενον πῖλος, Καλλ. Ἀποσπ. 124, 125. ΙΙ. τὸ στενῶς ἢ ἰσχυρῶς πεπιεσμένον, π. νέφους, ὄγκος νέφους, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 17, πρβλ. Ἀναξίμανδρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 510.

Greek Monolingual

το, Ν ΜΑ πιλώ (Ι)
χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένες με ειδική τεχνική τρίχες ζώων, κετσές
νεοελλ.
τεμάχιο παρόμοιου υφάσματος υπό μορφή κώνου με επεξεργασία του οποίου κατασκευάζονται τα καπέλα, κν. καστόρι
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από παρόμοιο ύφασμα
2. οτιδήποτε έχει συγκολληθεί με συμπίεση
3. η συμπύκνωση, το συμπύκνωμα (α. «πίλημα φλογός» β. «πίλημα νεφέλης»).