αναφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(4)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναφύω]] κ. -ομαι)<br /><b>μέσ.</b> [[προκύπτω]], [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> Ι. <b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[γεννώ]] [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] να φυτρώσει, να μεγαλώσει<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]], [[παράγω]]<br />II. <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[ξαναγίνομαι]], [[ξαναφυτρώνω]]<br /><b>2.</b> ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι [[πάλι]].
|mltxt=(Α [[ἀναφύω]] κ. [[ἀναφύομαι]])<br /><b>μέσ.</b> [[προκύπτω]], [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> Ι. <b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[γεννώ]] [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] να φυτρώσει, να μεγαλώσει<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]], [[παράγω]]<br />II. <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[ξαναγίνομαι]], [[ξαναφυτρώνω]]<br /><b>2.</b> ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι [[πάλι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:42, 25 June 2022

Greek Monolingual

ἀναφύω κ. ἀναφύομαι)
μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι
αρχ.
ενεργ. Ι. (μτβ.)
1. γεννώ πάλι
2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει
3. δημιουργώ, παράγω
II. (αμτβ.)
1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω
2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι.