ὑριχός: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yrichos | |Transliteration C=yrichos | ||
|Beta Code=u(rixo/s | |Beta Code=u(rixo/s | ||
|Definition=[ῠ], ὁ, | |Definition=[ῠ], ὁ, [[wicker basket]], [[hand-basket]], Ar.Fr.569.5; [[σύριχος]], Alex.128.3; written also [[ὑρισσός]], Theognost. Can.23 (ὑρίσσος Hsch.); [[ὑρίσκος]] and [[συρίσκος]], Hsch.; [[ὕρισχος]], Phryn.PSp.116B. (βρίσχος ibid.); [[σύρισσος]], Poll.10.129. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:52, 26 June 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, wicker basket, hand-basket, Ar.Fr.569.5; σύριχος, Alex.128.3; written also ὑρισσός, Theognost. Can.23 (ὑρίσσος Hsch.); ὑρίσκος and συρίσκος, Hsch.; ὕρισχος, Phryn.PSp.116B. (βρίσχος ibid.); σύρισσος, Poll.10.129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑρῐχός: [ῠ], ὁ, πλεκτὸν καλάθιον, χειροκάλαθον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 5· σύριχος Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· φέρεται καὶ ὑρισσός, Θεογνώστ. Κανόν. σ. 23· ὑρίσκος καὶ συρίσχος, Ἡσύχ.· ὕρισχος, Α. Β. 67· σύρισσος, Πολυδ. Ι΄, 129. Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ ὑρρίς, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ σπυρίς· καὶ παρ’ Ἡσυχ. φέρεται ὕρον, τό, σμῆνος μελισσῶν· παρὰ τῷ αὐτῷ φέρεται καὶ ὑρια-τόμος, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν».
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σύριχος.