σύρισσος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρισσος Medium diacritics: σύρισσος Low diacritics: σύρισσος Capitals: ΣΥΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: sýrissos Transliteration B: syrissos Transliteration C: syrissos Beta Code: su/rissos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek Monolingual

και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α
πλεκτός κάλαθος, συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σύριχος, με επίθημα με διπλό -σσ- (για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. σύριχος)].