ελλοχώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐλλοχῶ (-άω) (AM)<br />[[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] («ἐλλοχᾱσθαι κακοῖς» — [[γεμάτος]] από [[κακά]] που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και [[είναι]] έτοιμοι να επιτεθούν).
|mltxt=ἐλλοχῶ (-άω) (AM)<br />[[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] («ἐλλοχᾶσθαι κακοῖς» — [[γεμάτος]] από [[κακά]] που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και [[είναι]] έτοιμοι να επιτεθούν).
}}
}}

Latest revision as of 16:03, 28 July 2022

Greek Monolingual

ἐλλοχῶ (-άω) (AM)
ενεδρεύω, παραμονεύω
αρχ.
είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾶσθαι κακοῖς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).