παραμονεύω Search Google

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

περιμένω κρυμμένος να περάσει κάποιος για να του κάνω κακό ή για να αμυνθώ ή για να προστατεύσω κάτι δικό μου, παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω, ελλοχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή. Η μτχ. του ρήματος παραμονεύοντες μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].