παραμονεύω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

περιμένω κρυμμένος να περάσει κάποιος για να του κάνω κακό ή για να αμυνθώ ή για να προστατεύσω κάτι δικό μου, παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω, ελλοχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή. Η μτχ. του ρήματος παραμονεύοντες μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].